ρεμβώδης

ρεμβώδης
-ες / ῥεμβώδης, -ῶδες, ΝΜΑ
νεοελλ.
αυτός που έχει την τάση να ρεμβάζει, ο ονειροπόλος
μσν.-αρχ.
1. αυτός που περιφέρεται άσκοπα, που τριγυρίζει εδώ κι εκεί
2. ο νωθρός, ο αμελής
αρχ.
(για πυρετό) άρρυθμος, ακατάστατος, μη περιοδικός.
επίρρ...
ῥεμβωδῶς Α
με τρόπο ρεμβώδη, με νωθρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο υποχωρητικά από το ρ. ῥέμβομαι με κατάλ. -ώδης, το οποίο χρησιμοποιείται συχνότερα από το επίθ. ῥεμβός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ῥεμβώδης — roving masc/fem acc pl (attic epic doric) ῥεμβώδης roving masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ῥεμβώδης roving masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρεμβώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που κλίνει στη ρέμβη, ο ονειροπόλος: Οι ρομαντικοί ποιητές είναι πάντα ρεμβώδεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥεμβώδη — ῥεμβώδης roving neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ῥεμβώδης roving masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ῥεμβώδης roving masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεμβῶδες — ῥεμβώδης roving masc/fem voc sg ῥεμβώδης roving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεμβώδεα — ῥεμβώδης roving neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ῥεμβώδης roving masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεμβώδεις — ῥεμβώδης roving masc/fem acc pl ῥεμβώδης roving masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεμβωδῶν — ῥεμβώδης roving masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεμβωδῶς — ῥεμβώδης roving adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεμβώδεες — ῥεμβώδης roving masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεμβώδεσι — ῥεμβώδης roving masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”