- ρεμβώδης
- -ες / ῥεμβώδης, -ῶδες, ΝΜΑνεοελλ.αυτός που έχει την τάση να ρεμβάζει, ο ονειροπόλοςμσν.-αρχ.1. αυτός που περιφέρεται άσκοπα, που τριγυρίζει εδώ κι εκεί2. ο νωθρός, ο αμελήςαρχ.(για πυρετό) άρρυθμος, ακατάστατος, μη περιοδικός.επίρρ...ῥεμβωδῶς Αμε τρόπο ρεμβώδη, με νωθρότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο υποχωρητικά από το ρ. ῥέμβομαι με κατάλ. -ώδης, το οποίο χρησιμοποιείται συχνότερα από το επίθ. ῥεμβός*].
Dictionary of Greek. 2013.